προσδόκημα

προσδόκημα
προσδόκ-ημα, ατος, τό,
A expectation, Pl.Phlb.32c.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσδόκημα — expectation neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσδόκημα — τὸ, Α [προσδοκῶ] προσδοκία, ελπίδα …   Dictionary of Greek

  • προσδοκημάτων — προσδόκημα expectation neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραπροσδόκημα — ατος, τὸ Μ (ρητ.) το απροσδόκητο πόρισμα, αυτό που δεν συνάγεται από τα όσα έχουν λεχθεί προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + προσδόκημα (< προσδοκῶ)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”